Επιλογή Σελίδας

Παθήσεις ΚροταφοΓναθικής Διάρθρωσης

Η κροταφογναθική άρθρωση είναι υπεύθυνη για τις κινήσεις της κάτω γνάθου κατά τη μάσηση, την κατάποση και την ομιλία. Αποτελείται από τον κόνδυλο, την κροταφική γλήνη και το πρόσθιο αρθρικό φύμα.

Οι διαταραχές της λειτουργίας της κροταφογναθικής άρθρωσης εκδηλώνονται με περιορισμό της κινητικότητάς της, ήχους τριβής και πόνο.

Χρόνιες μηχανικές δυσλειτουργίες και επιβαρύνσεις έχουν σαν αποτέλεσμα το λειτουργικό περιορισμό της άρθρωσης μέσω μεταβολών τύπου αρθρίτιδας. Επιπλέον τραυματισμοί, νεοπλασματικές εξεργασίες και ρευματικά νοσήματα μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη λειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης.

Η διαφορική διάγνωση των διαφόρων παθήσεων περιλαμβάνει το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον απεικονιστικό έλεγχο, ώστε να είναι δυνατός ο διαχωρισμός των παθήσεων που οφείλονται σε παθήσεις της άρθρωσης από παθήσεις που οφείλονται σε μυοσκελετικές διαταραχές.

Ψυχογενείς παράγοντες καθώς στρεσσογόνα ερεθίσματα διαφόρων τύπων μπορούν να προκαλέσουν υπερλειτουργία των μασητήρων μυών και μυοαρθροπάθεια. Πρωτοπαθείς παθήσεις των μυών μπορούν να προκαλέσουν δευτεροπαθώς διαταραχές της άρθρωσης οι οποίες εκδηλώνονται με μετατόπιση του αρθρικού δίσκου ή με εικόνα τύπου αρθρίτιδας.

Τι σημαίνουν οι ήχοι στην άρθρωση κατά το άνοιγμα και κλείσιμο του στόματος και κατά τη μάσηση;

  • Οι λειτουργικές διαταραχές συνοδεύονται συχνά από ήχο.
  • Ήχοι τριβής υποδηλώνουν διάτρηση του αρθρικού δίσκου.
  • Κριγμός στο τέλος της κίνησης διάνοιξης του στόματος και ηπιότερος ήχος στην αρχή της σύγκλεισης (αμοιβαίος κριγμός) αποτελεί σημείο πρόσθιας μετατόπισης του αρθρικού δίσκου.
  • Κριγμός που περιορίζεται στο τέλος της κίνησης διάνοιξης του στόματος συνδυάζεται με πρόπτωση του κονδύλου πάνω από το αρθρικό φύμα σε υπερκινητικότητα της άρθρωσης.

Ποια είναι η θεραπεία των παθήσεων της κροταφογναθικής άρθρωσης;

Όπως και σε άλλες αρθρώσεις του σώματος η αρχική αντιμετώπιση παθήσεων της κροταφογναθικής άρθρωσης συνίσταται στην αντιμετώπιση των επιβαρυντικών παραγόντων.

Από τις διάφορες παθήσεις της κροταφογναθικής άρθρωσης μόνο το 4% θεραπεύεται χειρουργικά. Η ανοικτή χειρουργική θεραπεία της κροταφογναθικής άρθρωσης αποτελεί τελικό στάδιο των θεραπευτικών προσπαθειών σε παθήσεις, οι οποίες ανθίστανται σε συντηρητικές και κλειστές μεθόδους θεραπείας. Μόνο σε αποτυχία συντηρητικής αντιμετώπισης μπορεί σήμερα να εφαρμοσθεί χειρουργική θεραπεία.

Επώδυνο σύνδρομο κροταφογναθικής

Μυϊκά νοσήματα της κροταφογναθικής άρθρωσης αντιμετωπίζονται συντηρητικά με νάρθηκες και φυσιοθεραπεία.

Οι νάρθηκες προκαλούν διακοπή του αντανακλαστικού τόξου που ευθύνεται για το μυϊκό σπασμό σε νευρομυϊκό επίπεδο. Ως μηχανικό αποτέλεσμα παρατηρείται διάταση στης άρθρωσης και διεύρυνση του αρθρικού διαστήματος. Ο αρθρικός δίσκος αποκτά την ικανότητα να μετακινηθεί πίσω στην φυσιολογική του θέση. Η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως βιολογική δράση.

Αποτελέσματα της θεραπείας με νάρθηκα:

  • Νευρομυϊκά αποτελέσματα
  • Μηχανικά αποτελέσματα
  • Βιολογικά αποτελέσματα
  • Ψυχολογικά αποτελέσματα

Η φυσιοθεραπεία συνίσταται σε θερμοθεραπεία, ηλεκτροθεραπεία, μαλάξεις και κινησιοθεραπεία. Η θερμοθεραπεία (θεραπεία με υπέρυθρες, με θερμά επιθέματα, θεραπεία θερμού ύδατος ή με θερμό αέρα) προκαλεί αντιδραστική αύξηση της αιμάτωσης, με αποτέλεσμα αύξηση της απορρόφησης τοξικών προϊόντων του μεταβολισμού και αναλγητική δράση. Έχει αποδειχθεί ότι η μέγιστη δραστηριότητα και η δραστηριότητα ηρεμίας μειώνονται ενώ εξουδετερώνονται και οι τάσεις.

Η ηλεκτροθεραπεία εφαρμόζεται ως αρχική θεραπεία σε μυϊκούς πόνους. Χρησιμοποιείται η διαδερμική ηλεκτρική νευροδιέγερση (TENS) και ο ηλεκτροβελονισμός. Μικρές μυϊκές συσπάσεις που προκαλούνται από το ηλεκτρικό ρεύμα (40-100 Hz) υπερσκελίζουν την αίσθηση του πόνου, προάγουν την αιμάτωση και επάγουν τη μυϊκή χάλαση.

Κατά την κινησιοθεραπεία πραγματοποιούνται κινητικές ασκήσεις της κάτω γνάθου και ολόκληρης της κεφαλής για τη λύση των συσπάσεων των μασητήρων μυών.

Μυϊκού τύπου καταπονήσεις μπορούν ακόμη και σε αρχικά ακέραιο οστικό υπόστρωμα να οδηγήσουν σε βλάβη των αρθρικών χόνδρων οι οποίες εκδηλώνονται με επιμήκυνση των δίαρθρων χόνδρων, συμφύσεις στο αρθρικό διάστημα, καταστροφή της αρθρικής επιφάνειας, αποδόμηση του αρθρικού χόνδρου και παραμόρφωση του οστέινου κονδύλου. Εδώ απαιτείται χειρουργική επέμβαση.

Πότε χρειάζεται απεικονιστικός έλεγχος (ακτινογραφία) της κροταφογναθικής άρθρωσης;

  1. Υποψία συμμετοχής της κροταφογναθικής άρθρωσης σε συστηματικά νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα)
  2. Διόγκωση της περιοχής της κροταφογναθικής άρθρωσης (π.χ. υποψία λοιμώδους αρθρίτιδας ή όγκου της κροταφογναθικής άρθρωσης)
  3. Πόνος ηρεμίας και ευαισθησία κατά τη ψηλάφηση
  4. (Επώδυνη) περιορισμένη κινητικότητα της κροταφογναθικής άρθρωσης
  5. Ήχοι της κροταφογναθικής άρθρωσης (κριγμός)
  6. Εξάρθρημα της κροταφογναθικής άρθρωσης
  7. Υποψία τραύματος της κροταφογναθικής άρθρωσης
  8. Ασυμμετρία γνάθων (π.χ. υποψία υπερπλασίας του κονδύλου)
  9. Συγγενείς ανωμαλίες της κροταφογναθικής άρθρωσης

1ο.  Διαταραχές ανάπτυξης

Η πανοραμική ακτινογραφία αποτελεί τη βάση του ακτινολογικού ελέγχου της κροταφογναθικής άρθρωσης.

Η αξονική τομογραφία αποτελεί προχωρημένη ακτινολογική μέθοδο η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή διακριτική ικανότητα των οστέινων δομών και δυνατότητα απεικόνισης της κροταφογναθικής άρθρωσης σε πολλά επίπεδα. Είναι δυνατές τρισδιάστατες απεικονίσεις και η ανασύνθεση σε στερεολιθογραφικό μοντέλο.

Ένδειξη αξονικής τομογραφίας υπάρχει σε τραύματα, σε αγκυλώσεις, όγκους της κροταφογναθικής άρθρωσης, και σε συγγενείς ή επίκτητες ανωμαλίες. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στον προεγχειρητικό έλεγχο.

Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί συμπληρωματική μέθοδο στην αξονική τομογραφία. Μολονότι τα οστά δεν απεικονίζονται επαρκώς, τα μαλακά μόρια απεικονίζονται με υψηλή διακριτική ικανότητα. Έτσι η μέθοδος αυτή ενδείκνυται ιδιαίτερα για την απεικόνιση του αρθρικού δίσκου σε σχέση με τη θέση του στο αρθρικό διάστημα και τις μορφολογικές ανωμαλίες του.

Το σπινθηρογράφημα των οστών συμβάλλει στην απεικόνιση παθολογικών δομικών και υπερπλασματικών εξεργασιών του κονδύλου όπως στην υπερπλασία της κροταφογναθικής άρθρωσης. Συγκέντρωση του ραδιοφαρμάκου υποδηλώνει παθολογικό εύρημα.

Παθήσεις της κροταφογναθικής άρθρωσης

  1. Εκφυλιστικές παθήσεις της κροταφογναθικής άρθρωσης (παραμορφωτική αρθρίτιδα)

Κλινικά διακρίνονται η πρωτοπαθής και δευτεροπαθής εκφυλιστική αρθρίτιδα. Οι πρωτοπαθείς μορφές εμφανίζονται κατά την 6η δεκαετία της ζωής. Η δευτεροπαθής εκφυλιστική αρθρίτιδα εμφανίζεται ανεξάρτητα από την ηλικία. Στο ιστορικό αναφέρονται μακροχρόνια συμπτώματα ή τραύματα της κροταφογναθικής άρθρωσης. Η συντηρητική θεραπεία συχνά δεν αποφέρει κανένα αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τον πόνο. Η διαφορική διάγνωση ανάμεσα στις δύο μορφές αρθρίτιδας συχνά τίθεται από την πορεία τους, η οποία πρέπει να παρακολουθηθεί για τουλάχιστον 9 μήνες.

Τυπικά ευρήματα εκφυλιστικών παθήσεων της κροταφογναθικής άρθρωσης αποτελούν:

  • Λειτουργικά άλγη της κροταφογναθικής άρθρωσης
  • Κριγμός της κροταφογναθικής άρθρωσης
  • Κανένας ή ελάχιστος περιορισμός στη διάνοιξη του στόματος
  • Παραμόρφωση των αρθρικών επιφανειών
  • Υποχόνδρια σκλήρυνση
  • Σχηματισμός προεξοχών στην παρυφή της άρθρωσης
  • Σχηματισμός κύστεων

Θεραπεία: Στόχος της θεραπείας είναι η παρεμπόδιση της προόδου των εκφυλιστικών μεταβολών, η βελτίωση των υφιστάμενων λειτουργικών μεταβολών και η αντιμετώπιση του πόνου. Η διάνοιξη του στόματος και η λειτουργία της άρθρωσης πρέπει να βελτιωθούν και οι συνοδές ωταλγίες, κεφαλαλγίες και μυαλγίες της τραχηλικής χώρας πρέπει να αντιμετωπισθούν επιτυχώς.

Για την ένδειξη της εκάστοτε θεραπείας αποφασιστικής σημασίας είναι ο πόνος και ο περιορισμός της κινητικότητας της κάτω γνάθου. Αρχικά εφαρμόζεται συντηρητική θεραπεία η οποία έχει στόχο τη μεταβολή έξεων και επιβαρυντικών συνηθειών, την άρση εμποδίων άρθρωσης και σύγκλεισης, τη μεταβολή της συμπεριφοράς (μείωση άγχους, ψυχοθεραπεία), φυσιοθεραπεία.

Οι εκφυλιστικές παθήσεις της κροταφογναθικής άρθρωσης αντιμετωπίζονται χειρουργικά μόνο όταν τα συντηρητικά μέτρα είναι ανεπιτυχή σε ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα μηνών. Εκφυλιστικές παθήσεις της κροταφογναθικής άρθρωσης χωρίς συμπτωματολογία δεν απαιτούν θεραπεία.

  1. Εξάρθρημα της κροταφογναθικής άρθρωσης

Κλινική εικόνα: Το εξάρθρημα της κροταφογναθικής άρθρωσης αποτελεί μετατόπιση του μη καταγματικού κονδύλου έξω από την αρθρική γλήνη. Σε ένα καθηλωμένο εξάρθρημα η επαναφορά του κονδύλου δεν είναι πλέον δυνατή εξ αιτίας μυϊκού σπασμού. Αποτέλεσμα ο αποκλεισμός της γνάθου και το μπλοκάρισμα της σύγκλεισης του στόματος. Σε υποτροπιάζοντα και επίμονα εξαρθρήματα της κροταφογναθικής άρθρωσης το μπλοκάρισμα του κονδύλου παρατηρείται συχνά και είναι μεγάλης διάρκειας. Έτσι επέρχονται μη αναστρέψιμες ενδοαρθρικές παθολογικές μεταβολές. θεραπευτικός στόχος είναι η μείωση της συχνότητας των εξαρθρημάτων.

Θεραπεία: Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει αρχικά τη ανάταξη της κάτω γνάθου (χειρισμός Ιπποκράτη), η οποία σε πολύ επώδυνες καταστάσεις και μυϊκές συσπάσεις πρέπει να γίνει με νάρκωση. Ακολούθως η κάτω γνάθος στερεώνεται με έναν επίδεσμο -καπέλο κεφαλής- γνάθου ή γίνεται διαγναθική καθήλωση με λάστιχα ή συρμάτινες περιδέσεις.

Υποτροπιάζοντα εξαρθρήματα μπορούν μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπισθούν με ενέσεις βοτουλινικής τοξίνης στον έξω πτερυγοειδή μυ.

  1. Μετατοπίσεις αρθρικού δίσκου

Κλινική εικόνα: Μετατοπίσεις του αρθρικού δίσκου παρατηρούνται χωρίς συμπτώματα στο 30% του πληθυσμού και στην περίπτωση αυτή δεν χρήζουν θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η συχνότερη μορφή μετατόπισης του αρθρικού δίσκου είναι η πρόσθια, η οποία μπορεί να συνδυασθεί και με μια έσω μετατόπιση. Σε ανατασσομένη μετατόπιση του δίσκου παρατηρείται κριγμός στην κροταφογναθική άρθρωση όταν ο δίσκος μεταπηδά στο τέλος της διάνοιξης του στόματος στον κόνδυλο και μετατοπίζεται πάλι στην αρχή της σύγκλεισης. Σε οξεία μετατόπιση του δίσκου χωρίς ανάταξη παρατηρείται επώδυνος περιορισμός στη διάνοιξη του στόματος, κατά την οποία η ραχιαία μοίρα του δίσκου συμπιέζεται από τον κόνδυλο.

Θεραπεία: Κατ’ αρχήν γίνεται συντηρητική θεραπεία με νάρθηκα και αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά φάρμακα. Επιπλέον γίνεται γυμναστική της άρθρωσης. Εάν τα μέτρα αυτά δεν επιτύχουν εφαρμόζεται παρακέντηση της άρθρωσης και αρθροσκόπηση με έκπλυση (Lavage). Με τη μέθοδο αυτή μπορεί να γίνει λύση συμφύσεων του αρθρικού δίσκου καθώς και λείανση της αρθρικής επιφάνειας.

Εάν και με τη μέθοδο αυτή δεν αντιμετωπίζεται ο πόνος και δεν βελτιώνεται το λειτουργικό αποτέλεσμα γίνεται ανοικτή χειρουργική αποκατάσταση.

  1. Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Κλινική εικόνα: Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια συστηματική αυτοάνοση νόσος των αρθρώσεων η οποία προσβάλλει την κροταφογναθική άρθρωση στο 30% των περιπτώσεων. Αρχικά εμφανίζεται υμενίτιδα. Σε χρόνια πορεία της νόσου ο αρθρικός δίσκος μετατρέπεται σε φλεγμονώδη ιστό (Pannus). Πόνος παρατηρείται κατά τη λειτουργία της άρθρωσης αλλά και κατά την ηρεμία. Αργότερα σε προχωρημένες μορφές μπορεί ο κόνδυλος να υποστεί αγκύλωση ή και καταστροφή με αποτέλεσμα οπισθογναθισμό και απώλεια σύγκλεισης με επώδυνο περιορισμό των κινήσεων της άρθρωσης.

Προχωρημένες μορφές ρευματοειδούς αρθρίτιδας:

  • Φλεγμονή των μαλακών μορίων της άρθρωσης (υμενίτιδα)
  • Οστική παραμόρφωση του κονδύλου
  • Επαναρρόφηση του κονδύλου
  • Αγκύλωση της κροταφογναθικής άρθρωσης

Θεραπεία: Η θεραπεία γίνεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των διαφόρων εκδηλώσεων της νόσου. Στόχος της θεραπείας είναι η αντιμετώπιση του πόνου και της φλεγμονής καθώς και η παρεμπόδιση εξέλιξης της νόσου. Αντιμετωπίζονται οι διαταραχές σύγκλεισης και άρθρωσης, η κινητικότητα της κάτω γνάθου βελτιώνεται με ασκήσεις και διορθώνονται οι συνοδές παραμορφώσεις της.

Εάν τα συντηρητικά μέτρα (αντιφλεγμονώδη, φυσιοθεραπεία), τα οποία πάντα πρέπει να εφαρμόζονται αρχικά, αποτύχουν, σειρά έχει η χειρουργική αντιμετώπιση.

Εξ αιτίας της χρόνιας πορείας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται μόνο όταν τα συντηρητικά μέτρα και οι πλύσεις της άρθρωσης έχουν αποτύχει και δεν έχει επιτευχθεί αντιμετώπιση του πόνου ή βελτίωση της λειτουργικής διαταραχής της άρθρωσης.

  1. Λοιμώδης αρθρίτιδα

Κλινική εικόνα: Πρόκειται για μια φλεγμονώδη νόσο της κροταφογναθικής άρθρωσης. Γ ια την πρόκλησή της ευθύνονται τόσο συστηματικές λοιμώξεις (σήψη) όσο και τοπικές φλεγμονές (μέση ωτίτις, παρωτίτιδα, οστεομυελίτιδα της κάτω γνάθου), οι οποίες επεκτείνονται κατά συνέχεια ιστού. Σε κάταγμα του αυχένα με παρεκτόπιση μπορεί να γίνει παραβίαση του ακουστικού πόρου από την κεφαλή της άρθρωσης με διάνοιξη του αρθρικού υμένα και επακόλουθη οξεία φλεγμονή.

Θεραπεία: Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει κατ’ αρχήν χορήγηση φαρμάκων (αναλγητικά, αντιβιοτικά) και κινητοποίηση της άρθρωσης. Πριν από τη χειρουργική θεραπεία πρέπει να ελεγχθούν τα αίτια και η έκταση της φλεγμονής και ενδεχομένως ένα συστηματικό συνοδό νόσημα

Επίμονες λοιμώδεις εξεργασίες μπορούν να επιδεινώσουν μια προϋπάρχουσα διαταραχή σύγκλεισης.

Ακόμη και σε επαρκή θεραπεία της λοιμώδους αρθρίτιδας, στη παιδική ηλικία μπορεί να προκληθούν διαταραχές ανάπτυξης της κάτω γνάθου, οι οποίες ενδέχεται να απαιτήσουν περαιτέρω διορθωτικές επεμβάσεις, οι οποίες σήμερα γίνονται ακόμη και στην παιδική ηλικία.

  1. Αγκύλωση και υποκινητικότητα της κάτω γνάθου

Κλινική εικόνα: Περιορισμός της κινητικότητας της κάτω γνάθου σε απόσταση τομέων μικρότερη από 15 mm μπορεί να οφείλεται τόσο σε ενδο- όσο και εξωαρθρικά αίτια. Η αγκύλωση της κροταφογναθικής άρθρωσης είναι μια ενδοαρθρική εξεργασία η οποία χαρακτηρίζεται από ίνωση (ινώδης αγκύλωση) ή οστεοποίηση (οστεώδης αγκύλωση) του αρθρικού διαστήματος.

Σε πάνω από 60% των περιπτώσεων η αγκύλωση είναι τραυματικής αιτιολογίας. Ενδοαρθρικές μορφές παρατηρούνται μετατραυματικά και ως αποτέλεσμα αρθρίτιδας και οστεοποιών όγκων της γνάθου. Εξωαρθρικά αίτια διαταραχής της λειτουργίας της κάτω γνάθου (ψευδοαγκύλωση) είναι η συνένωση της κορωνοειδούς απόφυσης με το ζυγωματικό οστό, η υπερτροφία της κορωνοειδούς απόφυσης ή η μυϊκή ίνωση.

Σε ινώδεις αγκυλώσεις μπορεί αρχικά να γίνει θεραπευτική διάταση της κροταφογναθικής άρθρωσης υπό γενική αναισθησία. Σε οστεώδεις αγκυλώσεις μόνο η χειρουργική θεραπεία με οστεοτομία της άρθρωσης μπορεί να έχει επιτυχία. Άμεσα μετεγχειρητικά γίνεται φυσιοθεραπεία.

  1. Υπερ-, υπο- και απλασίες του κονδύλου της γνάθου

Κλινική εικόνα: Οι υπερ-, υπο- και απλασίες του κονδύλου της γνάθου χαρακτηρίζονται από ανώμαλο μέγεθος και περίγραμμα του κονδύλου. Συχνά συνυπάρχουν διαταραχές ανάπτυξης της άνω ή κάτω γνάθου ή άλλες σκελετικές ανωμαλίες. Υποπλασίες και αγενεσίες του κονδύλου μπορεί να παρατηρηθούν ως συνοδά ευρήματα σε διάφορα σύνδρομα. Η απουσία της κροταφογναθικής άρθρωσης είναι τυπική της ωτογναθικής δυσόστωσης και της προσωπο- γναθικής δυσόστωσης.

Η υποπλασία του κονδύλου μπορεί να προκληθεί στην παιδική ηλικία από τραύματα ή φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως η μέση ωτίτιδα η οποία επινέμεται στην κροταφογναθική άρθρωση. Οι διάφορες μορφές συνοδεύονται από λειτουργικές διαταραχές με τη μορφή υπο- ή υπερκινητικότητας της κάτω γνάθου.

Θεραπεία: Στόχος της θεραπείας είναι η αποκατάσταση της φυσιολογικής άρθρωσης και σύγκλεισης. Σε υπερπλασία του κονδύλου πρέπει επιπλέον να ελεγχθεί και η αυξητική δραστηριότητα.

Οι υπο- και απλασίες του κονδύλου μπορούν να αντιμετωπισθούν με μερική ή ολική ανακατασκευή της κροταφογναθικής άρθρωσης (αυτόλογο μόσχευμα ή αλλομόσχευμα). Η χειρουργική αντιμετώπιση της υπερπλασίας του κονδύλου σε ενεργό στάδιο συνίσταται σε υψηλή κονδυλεκτομή.

  1. Όγκοι της κροταφογναθικής άρθρωσης

Κλινική εικόνα: Τα νεοπλάσματα της κροταφογναθικής άρθρωσης είναι σπάνια. Τα κλινικά συμπτώματα όπως πόνος ή δυσκολία στη διάνοιξη του στόματος είναι μη ειδικά. Στους καλοήθεις όγκους ανήκουν το οστέωμα, το χόνδρωμα, το οστεοχόνδρωμα, το οστεοειδές οστέωμα, το γιγαντοκυτταρικό κοκκίωμα, το ηωσινόφιλο κοκκίωμα και το αιμαγγείωμα. Συχνότερα παρατηρείται το οστεοχόνδρωμα της γνάθου.

Πρωτοπαθείς κακοήθεις όγκοι της κροταφογναθικής άρθρωσης είναι επίσης πολύ σπάνιοι. Σε αυτά ανήκουν το ινοσάρκωμα, το οστεοχονδροσάρκωμα και το συνοβιακό σάρκωμα. Δευτεροπαθώς η κροταφογναθική άρθρωση μπορεί να διηθηθεί από παρακείμενα νεοπλάσματα κατά συνέχεια ιστού. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται κυρίως για κακοήθη νεοπλάσματα της παρωτίδας και του στοματοφάρυγγα. Κακοήθη νεοπλάσματα της κροταφογναθικής άρθρωσης μπορεί να είναι και μεταστατικά από καρκίνο του μαστού, πνεύμονα, νεφρών, θυρεοειδούς αδένα και προστάτη.

Συμπτώματα σε νεοπλάσματα της κροταφογναθικής άρθρωσης: Όλα τα νεοπλάσματα:

  • Λειτουργικοί πόνοι
  • Λειτουργικοί ήχοι
  • Διαταραχές σύγκλεισης
  • Κλείδωμα γνάθου
  • Απόκλιση της κάτω γνάθου από τη μέση γραμμή προς την υγιή πλευρά

Κακοήθεις όγκοι:

  • Πόνοι σχετιζόμενοι με τη λειτουργία της άρθρωσης
  • Κλείδωμα γνάθου
  • Διαταραχές αισθητικότητας στη περιοχή κατανομής του τρίδυμου νεύρου
  • Πάρεση προσωπικού νεύρου.

Θεραπεία: Η οριστική θεραπεία συνίσταται πάντα σε ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Ως συμπληρωματική θεραπεία ανάλογα με τη διάγνωση μπορεί να απαιτηθεί ακτινο ή χημειοθεραπεία.

Σε όλες τις περιπτώσεις όγκων της κροταφογναθικής άρθρωσης ενδείκνυται χειρουργική αντιμετώπιση.

  1. Κατάγματα της κροταφογναθικής άρθρωσης

Κλινική εικόνα: Τα κατάγματα της κροταφογναθικής άρθρωσης αποτελούν με μια συχνότητα πάνω από 30% τα συχνότερα κατάγματα της κάτω γνάθου. Στο 40% των ασθενών δεν επιτυγχάνεται πλήρης ίαση. Ακόμη και σε φυσιολογική λειτουργία της άρθρωσης μετά την επούλωση του τραύματος δεν μπορούν να αποκλεισθούν όψιμες βλάβες οι οποίες εκδηλώνονται ως μυοαρθροπάθεια ή παραμορφωτική αρθρίτιδα. Διακρίνονται τα ενδοαρθρικά και εξωαρθρικά κατάγματα της κροταφογναθικής άρθρωσης.

Θεραπεία: Η θεραπεία των ενδοαρθρικών καταγμάτων του αυχένα είναι συντηρητική. Δυνατές επιπλοκές είναι η μυοαρθροπάθεια, παραμορφωτική αρθρίτιδα και η αγκύλωση της κροταφογναθικής άρθρωσης.

Η αντιμετώπιση των εξωαρθρικών καταγμάτων του αυχένα χωρίς παρεκτόπιση μπορεί να γίνει είτε χειρουργικά είτε συντηρητικά. Η ανωτερότητα της χειρουργικής έναντι της συντηρητικής θεραπείας στην αντιμετώπιση των εξωαρθρικών καταγμάτων του κονδύλου παραμένει ακόμα και σήμερα ένα ανοιχτό θέμα αντιπαράθεσης.

Θεραπευτικά σε εξωαρθρικά κατάγματα του αυχένα με παρεκτόπιση γίνεται ανάταξη και οστεοσύνθεση του κατάγματος με ενδο- στοματική ή εξωστοματική προσπέλαση.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Η ένδειξη χειρουργικών επεμβάσεων στην κροταφογναθική άρθρωση τίθεται πολύ αυστηρά. Μόνο το 4% των παθήσεων της κροταφογναθικής άρθρωσης αντιμετωπίζονται με ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Εγχείρηση ενδείκνυται όταν υπάρχουν λειτουργικές διαταραχές και πόνος που έχουν κάποια μορφολογική συσχέτιση και όταν τα συντηρητικά θεραπευτικά μέτρα έχουν αποτύχει.

Ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης στην κροταφογναθική άρθρωση:

  • Εκφυλιστικές παθήσεις(παραμορφωτική αρθρίτιδα)
  • Εξάρθρημα
  • Μετατόπιση αρθρικού δίσκου
  • Διάτρηση αρθρικού δίσκου
  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Αγενεσία
  • Υποπλασία
  • Υπερπλασία
  • Αγκύλωση
  • Όγκοι-νεοπλάσματα
  • Συνοβιακή χονδρωμάτωση.

Ελάχιστα επεμβατικές, κλειστές μέθοδοι

  • Παρακέντηση άρθρωσης (αρθροκέντηση)
  • Αρθροσκόπηση

Διαγνωστικές και θεραπευτικές ενδείξεις αρθροσκόπησης:

  1. Ακαθόριστης αιτιολογίας πόνος της κροταφογναθικής άρθρωσης

που σχετίζεται με τη λειτουργία της

  1. Υποκινησία της κροταφογναθικής άρθρωσης που ανθίσταται στην θεραπεία
  2. Υποψία συνοβιακής χονδρωμάτωσης
  3. Επώδυνη μετατόπιση του αρθρικού δίσκου μετά από μη επιτυχή συντηρητική αντιμετώπιση
  4. Συμπωματική παραμορφωτική αρθρίτιδα.

Πότε απαιτούται ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις στην κροταφογναθική άρθρωση;

Οι ανοικτές επεμβάσεις στην κροταφογναθική άρθρωση ενδείκνυνται σε τραύματα, σε αγκυλώσεις, σε όγκους της άρθρωσης, σε υπερπλασία του κονδύλου και σε συνοβιακή χονδρωμάτωση.

Ανώδυνος κριγμός ή ήχος τριβής της κροταφογναθικής άρθρωσης από μόνοι τους δεν αποτελούν ένδειξη χειρουργικής επέμβασης.

Οι ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις που γίνονται στην κροταφογναθική άρθρωση ανάλογα με την περίπτωση είναι:

  • Εγχειρήσεις ανάταξης του αρθρικού δίσκου
  • Πλαστική του αρθρικού δίσκου
  • Δισκεκτομή με ή χωρίς αντικατάσταση
  • Εγχειρήσεις αρθρόδεσης και εκτομή σε αγκυλωμένο εξάρθρημα του κονδύλου
  • Υψηλή κονδυλεκτομή
  • Οστεοτομία κενού σε αγκύλωση
  • Αντικατάσταση του κονδύλου
  • Ορθοπαιδική χειρουργική της γνάθου